αιτιολογία (η) Posted май 13, 2015 by Boris Vounchev in мотивация Виж и αιτιολόγηση фр. motivation Related Entries αναιτιολόγητο (το) αναφερόμενο (το) αναφορά (η) αντικείμενο αναφοράς (το) αξιολογία (η) αιτιολόγηση (η) αιτιολογικό γνώρισμα (το)