αντικείμενο αναφοράς (το) Posted януари 1, 1970 by Martin Linkov in обект на референция Виж и αναφερόμενο англ. referent; фр. référent Related Entries αναφορά (η) δέκτης (ο) δήλωση (η) έκταση (η) ένταση (η) αγένεια (η)